- οινοπληθής
- οἰνοπληθής, -ές (ΑΜ)(για τόπο) αυτός που έχει ή παράγει άφθονο κρασί, πλούσιος σε κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο-πληθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνοπληθής — abounding in wine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SYROS — hodieque Siro, maris Aegaei insul. quam Homerus Syriam vocat in Odyss. uti Strabo et Stephanus testantur Syra Sophiano adhuc dicitur. Satis culta. Sub Turcis. Habet Episcop. Latini ritus. 16. milliae. a Thera Ins. Locus Hom. est Od. O. v. 402.… … Hofmann J. Lexicon universale
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
γυναικοπληθής — γυναικοπληθής, ές (Α) αυτός που αποτελείται από πολλές γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πληθής < πλήθος (πρβλ. οινοπληθής, παμπληθής)] … Dictionary of Greek
εύμηλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
ԳԻՆԵԼԻՑ — ( ) NBH 1 0552 Chronological Sequence: Unknown date ա. μεθύων, οἱνοπλήθης ebrius, vino plenus Գինւով լցեալ. արբեալ. գինով, հարբած. ... *Յորժամ կառավարն գինելից իցէ, կառքն ընդ ո՛ր կամին՝ երթան. Ոսկ. ապաշխ. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)